- περιστεροτροφείο
- το / περιστεροτροφεῑον, ΝΑ, και περιστερεοτροφείο Ν [περιστεροτρόφος]ο χώρος στον οποίο εκτρέφονται περιστέρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστεροτροφείο — το χώρος όπου εκτρέφονται περιστέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολουμβάριο(ν) — το 1. περιστεροτροφείο 2. (στους αρχαίους Ρωμαίους) ταφικό μνημείο εφοδιασμένο με πολύ μικρές κόγχες, στις οποίες φυλασσόταν η τέφρα τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. columbarium, ουδ. τού columbarius (< columba «περιστέρι»)] … Dictionary of Greek
περιστερεοτροφείο — το, Ν βλ. περιστεροτροφείο … Dictionary of Greek